- οριστικότητα
- ηη κατάσταση του οριστικού, σταθερότητα, μονιμότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οριστικότητα — η η ιδιότητα ή η κατάσταση τού οριστικού, το να είναι κάτι αμετάκλητο, τελεσίδικο, τελειωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οριστικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριστικότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek